- πασπάλισμα
- το το σκόρπισμα της σκόνης πάνω σε κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πασπάλισμα — το [πασπαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πασπαλίζω … Dictionary of Greek
κατάπασμα — το (AM κατάπασμα) [καταπάσσω] η σκόνη που χρησιμοποιείται για πασπάλισμα αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καταπάσσω*, το πασπάλισμα … Dictionary of Greek
αλεύρωμα — το [αλευρώνω] 1. πασπάλισμα με αλεύρι 2. άβαθη, επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα … Dictionary of Greek
επίπαση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιπάσσω, το πασπάλισμα 2. ιατρ. η κάλυψη τραύματος ή ευαίσθητης επιφάνειας τού δέρματος με φαρμακευτική σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπάσσω. Η λ. στον λόγιο τ. επίπασις μαρτυρείται στον Δ. Κουτσομητόπουλο] … Dictionary of Greek
θείωση — η 1. πασπάλισμα φυτών με σκόνη θείου, θειάφισμα 2. καύση διοξειδίου τού θείου είτε για την απολύμανση τών οινοδοχείων και για την απαλλαγή τού γλεύκους από τους βλαβερούς μικροοργανισμούς είτε ως αποχρωματιστικό και ως αντιοξειδωτικό 3. χημ.… … Dictionary of Greek
θειάφισμα — το [θειαφίζω] 1. το πασπάλισμα τών υπέργειων τμημάτων τών καλλιεργούμενων φυτών με θείο (θειάφι) ή με μίγμα σκόνης θείου και θειικού χαλκού για την πρόληψη ή την καταπολέμηση ορισμένων μυκητολογικών ασθενειών 2. απολύμανση με καπνό θειαφιού,… … Dictionary of Greek
κατάπαστος — κατάπαστος, ον (Α) [καταπάσσω] 1. καλά πασπαλισμένος 2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.) 2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.) 3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα … Dictionary of Greek
κούκισμα — το [κουκίζω] πασπάλισμα … Dictionary of Greek
σύμπασμα — τὸ, Α [συμπάσσω] σκόνη για επίπαση, για πασπάλισμα … Dictionary of Greek
αλεύρωμα — το, ατος 1. πασπάλισμα με αλεύρι ή με άλλη σκόνη: Οι πίτες ήθελαν λίγο αλεύρωμα, πριν μπουν στο φούρνο. 2. επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα: Είχε βγάλει το δημοτικό κι είχε πάρει κάποιο αλεύρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)